φιλαδέλφως

φιλαδέλφως
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. φιλάδελφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φιλαδέλφως — Φιλάδελφος loving one s brother masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαδέλφως — φιλάδελφος loving one s brother adverbial φιλάδελφος loving one s brother masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • братолюбьнѣ — (1*) нар. С любовью к ближнему: братолюбнѣ и б҃годарованнѣ. сподобимсѩ и мы. путь свои преити. (φιλαδέλφως) ФСт XIV, 132в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • φιλάδελφος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στους Λεοντίνους της Σικελίας στα χρόνια του Δεκίου (249 251) μαζί με τους Αλφειό και Κυπρίνο. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο τόπο και χρόνο, μαζί με τους Διομήδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”